- ἀγλαότευκτος
- ἀγλαό-τευκτος, Ῥώμη, schön gebaut
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαότευκτος — ἀγλαότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί, κατασκευαστεί ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τεύχω] … Dictionary of Greek